τοπομαχία

τοπομαχία
η
μάχη από οχυρή θέση, μάχη φρουρίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τοπομαχία — ή, Ν [τοπομαχώ] μάχη από φρούριο ή από οχυρή θέση …   Dictionary of Greek

  • τοπομαχικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στην τοπομαχία 2. το ουδ. ως ουσ. το τοπομαχικό βαρύ και δυσμετακίνητο πυροβόλο μεγάλου διαμετρήματος, που τοποθετείται σε μόνιμα οχυρά και σε τέτοιες θέσεις ώστε τα πυρά του να ελέγχουν ευρύτερη κατά το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • τοπομαχικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την τοπομαχία: Τοπομαχικές επιχειρήσεις. 2. το ουδ. ως ουσ., τοπομαχικό, το βαρύ πυροβόλο τοποθετημένο μόνιμα σε οχυρό, κάθε βαρύ πυροβόλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοπομαχώ — τοπομάχησα, κάνω τοπομαχία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”